ερίφιο

ερίφιο
και (ε)ρίφι, το (AM ἐρίφιον, Μ και ἐρίφι(-ν) και ρίφι(-ν))
κατσικάκι, νεαρός γόνος αίγας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ερίφ-ιον
υποκοριστικό τής λ. έριφος*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ερίφιο — το το μικρό κατσίκι, αλλ. κατσικάκι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ερίφειος — ἐρίφειος, ον (Α) [έριφος] αυτός που ανήκει στο ερίφιο, στο κατσίκι ή που παράγεται ή προέρχεται από ερίφιο («κρέα ἄρνεια, ἐρίφεια», Ξεν.) …   Dictionary of Greek

  • έριφος — ο και η (AM ἔριφος) 1. νεαρός γόνος αίγας, ερίφι, κατσίκι 2. γένος κολεόπτερων εντόμων τής οικογένειας τών κεραμβυκιδών αρχ. 1. (το αρσ. στον πληθ.) οἱ Ἔριφοι αστερισμός που η επιτολή του συμπίπτει με καιρικές μεταβολές και θύελλες 2. φρ. «ἐπ’… …   Dictionary of Greek

  • αναδένω — (Α ἀναδέω*) [ἀναδέω] 1. ξανασυνδέω ή ενώνω τα δύο άκρα κομμένου νήματος 2. δένω κάτι προς τα επάνω, τό υψώνω και τό συγκρατώ δεμένο με ταινία, κλωστή κ.λπ. 3. Ναυτ. προσδένω πλοίο για ρυμούλκηση 4. δένω με μαγικό επίδεσμο 5. προσκολλώ μικρό… …   Dictionary of Greek

  • αναδεσάρι — το ορφανό αρνί ή ερίφιο που προσκολλάται σε άλλη μητέρα για να θηλάσει. [ΕΤΥΜΟΛ. < *ανάδεση + άρι*. ΠΑΡ. αναδεσαριά] …   Dictionary of Greek

  • αναδεσαριά — η [αναδεσάρι] προβατίνα ή κατσίκα στην οποία προσκολλάται για θηλασμό αρνί ή ερίφιο που έχασε τη μητέρα του …   Dictionary of Greek

  • εριφώδης — ἐριφώδης, ες (Α) ο όμοιος με ερίφιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. εριφ τού έριφ ος + κατάλ. ώδης «ομοιάζων προς»] …   Dictionary of Greek

  • κατσίκι — το 1. αίγα, γίδα 2. νεαρός γόνος αίγας, ερίφιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλβ. kats. Κατ άλλους < τουρκ. keci] …   Dictionary of Greek

  • νεμόρεδος — και εσφ. γρφ ναιμόρεδος, ο ζωολ. γένος αιγόμορφων αρτιοδάκτυλων μηρυκαστικών τής οικογένειας bovidae. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην Ελληνική ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. nemorhaedus < λατ. nemus, oris «δάσος» + haedus «ερίφιο»] …   Dictionary of Greek

  • προβάτιον — τὸ, Α [πρόβατον] 1. μικρό πρόβατο, προβατάκι 2. ερίφιο, κατσικάκι …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”